-
1 ἔμπλεος
ἔμπλεος, α, ον, [dialect] Att. [suff] ἐμπλεκ-πλέως, ων, [dialect] Ep. [full] ἔμπλειος, [full] ἐνίπλειος, η, ον, Od. (v. infr.); later [full] ἐνίπλεος A.R.3.119, Orph.L. 192: heterocl. acc. ἔμπλεα (fem.) Nic.Al. 164:—A quite full of a thing,γαστέρα.. ἐμπλείην κνίσης τε καὶ αἵματος Od.18.118
; ;σκύφος.. οἴνου ἐνίπλειον 14.113
;δῶμα.. ἐνίπλειον βιότοιο 19.580
;κύων.. ἐνίπλειος κυνοραιστέων 17.300
;λέβητες κρεῶν.. ἔμπλεοι Hdt.1.59
, cf. 2.62, Hp.Epid.6.4.8;γῆς ἢ κόπρου ἔμπλεων Pl.Tht. 194e
.2 of persons, δυσκολίας ἔ. Id.R. 411c;πάσης πονηρίας Plb.27.15.6
, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔμπλεος
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский